διαλυστήρα

διαλυστήρα
η , διαλυστήρι τό
1) гребень, расчёска; 2) йма или сосуд для приготовления раствора

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "διαλυστήρα" в других словарях:

  • διαλυστήρα — ή και διαλυστήρι, το και διαλυστής, ο [διαλύω] 1. σκεύος ή χώρος όπου διαλύουμε κάτι 2. ο λάκκος ή η καρούτα μέσα στον οποίο σβήνουμε τον ασβέστη 3. χτένα, τσατσάρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»